- ἀφυπνισμένος
- ἀ̱φυπνισμένος , ἀφυπνίζωawaken from sleepperf part mp masc nom sg (doric aeolic)ἀφῡπνισμένος , ἀφυπνίζωawaken from sleepperf part mp masc nom sg
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
αφυπνίζομαι — αφυπνίζομαι, αφυπνίστηκα, αφυπνισμένος βλ. πίν. 34 … Τα ρήματα της νέας ελληνικής